- σύντριμμα
- σύντριμμαfractureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντριμμα — το, ΝΑ [συντρίβω] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα») 2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα… … Dictionary of Greek
σύντριμμα — το, ατος και συντρίμμι, το 1. θραύσμα, κομμάτι: Έπεσε το πιάτο από τα χέρια του κι έγινε συντρίμμια. 2. ερείπιο: Συντρίμμια του αρχαίου ναού. 3. ψυχικό ερείπιο: Με έκανες συντρίμματα. – Έγινε συντρίμμι από τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντριμμάτων — σύντριμμα fracture neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμμασι — σύντριμμα fracture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμμασιν — σύντριμμα fracture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμματα — σύντριμμα fracture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμματι — σύντριμμα fracture neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμματος — σύντριμμα fracture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντρίμμι — το, Ν 1. θραύσμα, σύντριμμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ή σωματικό ερείπιο («τόν έκανε συντρίμμι ο αιφνίδιος θάνατος τού πατέρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύντριμμα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συντρίμμιον] … Dictionary of Greek
сотрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. συντριβή) сокрушение (Иер. 4, 6); (συντριμμός)… … Словарь церковнославянского языка